- προλαμβάνομαι
- προλαμβάνομαι, (να προληφθώ) βλ. πίν. 166——————Σημειώσεις:προλαβαίνω – προλαμβάνω, προλαμβάνομαι : τα δύο ρ. έχουν ως κοινή την έννοια → εμποδίζω, με έγκαιρη παρέμβαση, να γίνει κάτι δυσάρεστο.Μ' αυτή την έννοια απαντάται και η παθητική φωνή προλαμβάνομαι.Ο παθ. αόριστος δε συνηθίζεται, συνηθίζεται κυρίως ο αόριστος υποτακτικής (να προληφθώ).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.