προλαμβάνομαι

προλαμβάνομαι
προλαμβάνομαι, (να προληφθώ) βλ. πίν. 166
——————
Σημειώσεις:
προλαβαίνωπρολαμβάνω, προλαμβάνομαι : τα δύο ρ. έχουν ως κοινή την έννοια εμποδίζω, με έγκαιρη παρέμβαση, να γίνει κάτι δυσάρεστο.
Μ' αυτή την έννοια απαντάται και η παθητική φωνή προλαμβάνομαι.
Ο παθ. αόριστος δε συνηθίζεται, συνηθίζεται κυρίως ο αόριστος υποτακτικής (να προληφθώ).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προλαβαίνω — προλαβαίνω, πρόλαβα βλ. πίν. 200 Σημειώσεις: προλαβαίνω – προλαμβάνω, προλαμβάνομαι : τα δύο ρ. έχουν ως κοινή την έννοια → εμποδίζω, με έγκαιρη παρέμβαση, να γίνει κάτι δυσάρεστο. Μ αυτή την έννοια απαντάται και η παθητική φωνή προλαμβάνομαι. Ο… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προλαμβάνω — προλαμβάνω, πρόλαβα βλ. πίν. 165 Σημειώσεις: προλαβαίνω – προλαμβάνω, προλαμβάνομαι : τα δύο ρ. έχουν ως κοινή την έννοια → εμποδίζω, με έγκαιρη παρέμβαση, να γίνει κάτι δυσάρεστο. Μ αυτή την έννοια απαντάται και η παθητική φωνή προλαμβάνομαι. Ο… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προλαμβάνω — ΝΜΑ, και προλαβαίνω Ν 1. λαμβάνω κάτι πριν από κάποιον ή κάτι άλλο, λαμβάνω πρώτος (α. «προλαμβάνω τον μισθό μου» β. «προλαμβάνειν γάλα μετὰ μέλιτος», επιγρ.) 2. (η μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) προλαβών, ούσα, όν ο προηγούμενος νεοελλ. 1. φθάνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”